- συνελθόντων
- συνέρχομαιiboaor part act masc/neut gen plσυνέρχομαιiboaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… … Dictionary of Greek
συσκιάζω — Α [σκιάζω] 1. σκιάζω από παντού ή εντελώς, τοποθετώ μαζί σε μέρος σκιερό 2. σχηματίζω πυκνή σκιά («ἄγκος... πεύκαισι συσκιάζον», Ευρ.) 3. καλύπτομαι με πυκνή σκιά («[ἡ σελήνη] συνεσκίασε καὶ ἀπέκρυψε νεφῶν συνελθόντων», Πλούτ.) 4. μτφ. (για… … Dictionary of Greek